σμαράγδι

σμαράγδι
Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως κυλινδροειδή αποστρογγυλωμένα πρίσματα. Ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και μπορεί εύκολα να αποχτήσει λάμψη, που δε διαρκεί όμως πολύ. Τα πλουσιότερα κοιτάσματα σ. είναι του Μούζο (Κολομβία), του Αικατερίνμπουργκ (Ουράλια) και ορισμένων περιοχών της Βραζιλίας. Το σχήμα που αναδείχνει περισσότερο την αξία του πολύτιμου αυτού λίθου είναι το τραπεζοειδές και το κλιμακωτό. Ανατολικό σ. λέγεται μια ποικιλία του κουρούνδιου, άχρωμη και διαυγής. Σπάνιο κόσμημα, που μεταξύ άλλων πολύτιμων λίθων κοσμείται με σμαράγδια σε σχήμα τραπεζοειδές και σταγόνας (φωτ. ΑΠΕ). Ορθογωνικής κοπής σμαράγδι, προερχόμενο από τον Μούζο της Κολομβίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το / σμαράγδιον, ΝΑ [σμάραγδος]
νεοελλ.
ο σμάραγδος
αρχ.
υποκορ. τού σμάραγδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σμαράγδι — το σμάραγδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • βήρυλλος — (αρχές 3ου αι. μ.Χ.). Λόγιος και επίσκοπος Βόστρων. Τα συγγράμματα και οι επιστολές του δεν διασώθηκαν. Ο Β. υποστήριζε ότι o Υιός του Θεού δεν υπήρχε πριν από την ενσάρκωση. Τελικά όμως, έπειτα από ανταλλαγή απόψεων με τον Ωριγένη, αναθεώρησε… …   Dictionary of Greek

  • ζουμπρούτι — το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ισοσμάραγδος — ισοσμάραγδος, ον (Μ) αυτός που είναι όμοιος με σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ό) * + σμάραγδος] …   Dictionary of Greek

  • κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …   Dictionary of Greek

  • νερωνιανός — νερωνιανός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Νέρωνα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νερωνιανός (ενν. λίθος) ονομασία που δόθηκε στο πράσινο σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νέρων + κατάλ. ιανός (πρβλ. χριστ ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • πρασίτις — ιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελιν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • σμαράγδιον — τὸ, Α βλ. σμαράγδι …   Dictionary of Greek

  • τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”