- σμαράγδι
- Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως κυλινδροειδή αποστρογγυλωμένα πρίσματα. Ήταν γνωστό από την αρχαιότητα και μπορεί εύκολα να αποχτήσει λάμψη, που δε διαρκεί όμως πολύ. Τα πλουσιότερα κοιτάσματα σ. είναι του Μούζο (Κολομβία), του Αικατερίνμπουργκ (Ουράλια) και ορισμένων περιοχών της Βραζιλίας. Το σχήμα που αναδείχνει περισσότερο την αξία του πολύτιμου αυτού λίθου είναι το τραπεζοειδές και το κλιμακωτό. Ανατολικό σ. λέγεται μια ποικιλία του κουρούνδιου, άχρωμη και διαυγής.
Σπάνιο κόσμημα, που μεταξύ άλλων πολύτιμων λίθων κοσμείται με σμαράγδια σε σχήμα τραπεζοειδές και σταγόνας (φωτ. ΑΠΕ).
Ορθογωνικής κοπής σμαράγδι, προερχόμενο από τον Μούζο της Κολομβίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / σμαράγδιον, ΝΑ [σμάραγδος]νεοελλ.ο σμάραγδοςαρχ.υποκορ. τού σμάραγδος.
Dictionary of Greek. 2013.